18.3.11

Το πάθος μου

.
Όλοι λίγο-πολύ έχουμε πάθη, βίτσια και αδυναμίες. Από τα πλέον ασήμαντα, μέχρι και τα πιο άρρωστα ή ειδεχθή. Θα αποφύγω κάποια αναφορά στην ποικιλία παθών, μια και θα μπουν ιδέες σε πολλούς. Ιεραρχώντας λοιπόν τα πάθη μου, θα έβαζα στην κορυφή της λίστας το φαγητό. Είναι η μόνη σωματική ανάγκη που δε μπορώ να παραβλέψω για κάποιο σημαντικό διάστημα. Και το δηλώνω απόλυτα συνειδητοποιημένα αυτό.

Έχοντας μεγαλώσει στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, είχα την τύχη από μικρός να δοκιμάσω γεύσεις που έκαναν πολλά χρόνια να έρθουν εδώ, ή που δεν ήρθαν και καθόλου. Όπως ήταν λογικό, οι διατροφικές μου συνήθειες προσαρμόστηκαν και ακολούθησαν τα βορειοαμερικάνικα πρότυπα. Από μικρός δήλωσα λάτρης του έτοιμου ή έστω γρήγορου φαγητού. Κάτι που συνεχίζεται ως σήμερα.


Όλα αυτά τα χρόνια έχω δοκιμάσει μεγάλη γκάμα φαγητών. Κανένα από αυτά όμως δε με συγκίνησε όσο τα μπέργκερς, πίτσες, σουβλάκια, βρώμικα κτλ. Ακούω καμιά φορά να μιλάνε για τσιμπούσια με στιφάδα και γιουβέτσια, και ευθύς νιώθω μια απέχθεια. Μιλάμε πως ούτε να τα μυρίζω δεν θέλω τέτοια φαγητά. Και δεν αναφέρω καν κάτι μπριάμ και λοιπές αηδίες. Μπλιαχ.

Από μικρός κολλημένος με το junk food. Σε σημείο να μπορώ να τρώω το ίδιο φαγητό κάθε μέρα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Δε το βαριέμαι ποτέ λέμε. Ακόμη και τα σούπερ-ουάου μαγειρευτά, κάποιος βαριέται να τα τρώει 2-3 μέρες συνεχόμενα. Γιατί τα γράφω όλα αυτά; Ποιος ο λόγος να καταγράφω το εν λόγω πόνημά μου; Το γεγονός ότι εδώ και κάτι μήνες έχω σταματήσει να απολαμβάνω αυτές τις λιχουδιές. Στα πλαίσια κάποιας διατροφικής βελτίωσης, έβαλα στην άκρη το μεγάλο μου πάθος. Η θυσία είναι μεγάλη, αλλά τουλάχιστον υπάρχει αντίκρυσμα. Πάντως υπάρχουν στιγμές που άνετα έκοβα κανα χέρι μου για να φάω ένα Big Mac.

Το φαγητό αποτελεί την υπέρτατη ηδονή για εμένα. Καλά τα πονηρά, καλές κι οι λοιπές καταχρήσεις, αλλά δε συγκρίνονται. Δε συγκρίνονται με την αίσθηση να πέφτεις για ύπνο το βράδυ πρησμένος από το φαγητό, σε σημείο έκρηξης. Ή μάλλον τήξης, μια και αποτελεί δημοφιλή όρο αυτές τις ημέρες.

Κάθομαι λεπόν και σκέφτομαι την τελευταία φορά που τίμησα το τάδε και το δείνα αγαπημένο μου έδεσμα, και μου έρχεται να βουρκώσω λόγω του διαστήματος που έχει μεσολαβήσει από τότε. Για τέτοια αποχή μιλάμε. Που περνώ έξω από ταχυφαγείο και ακούω τις σειρήνες που άκουγε πριν μερικές χιλιάδες χρόνια ο Οδυσσέας να τον ξελογιάζουν.


Ως φαίνεται από τα συμφραζόμενα, προκρίνω τον οργασμό του ουρανίσκου αντί του άλλου. Η σαρκική διαδραστικότητα και η ανταλλαγή σωματικών υγρών έρχονται σε δεύτερη μοίρα μπροστά στο προαιώνιο δίλημμα. Πάντα όμως αναφορικά με τις γεύσεις που προτιμώ. Διαφορετικά το έδεσμα είναι έμεσμα. Κι ένα γράμμα διαφορά στις λέξεις αυτές αρκεί για να αλλάξει άρδην τις έννοιες.

Δεν είναι ηλικιακό το θέμα. Ανέκαθεν θυμάμαι την αδυναμία μου προς το συγκεκριμένο είδος φαγητού. Σε σημείο γραφικότητας. Πειράζει; Τέσπα, αυτά για το θέμα.